- οἰκειωματικός
- οἰκει-ωματικός, ή, όν, Gramm.,A possessive, of Adjs. such as οὐράνιος, EM30.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικειωματικός — οἰκειωματικός, ή, όν (Α) [οίκείωμα] (για επίθ.) κτητικός … Dictionary of Greek